κουτσούλημα

κουτσούλημα
και κουτσούλισμα, το
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κουτσουλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουτσούλημα < κουτσουλώ, ενώ ο τ. κουτσούλισμα < κουτσουλίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”